- πιερότος
- ο(λ. γαλλ.)1. πρόσωπο ιταλικής κωμωδίας.2. καρναβάλι με τη στολή του πιερότου: Το μικρό μας τον ντύσαμε τις απόκριες πιερότο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πιερότος — Πρόσωπο της Κομέντια ντελ’ άρτε, που προήλθε ίσως από τη φιγούρα του Πεντρολίνο. Ο τύπος που παρουσίαζε εισήχθη στη Γαλλία στο τέλος του 16ου αι. με ιταλικούς κωμικούς θιάσους (από τους διασημότερους ήταν ο θίασος τωνΤζελόζι) και αποτέλεσε μαζί… … Dictionary of Greek
Ντεμπιρό, Ζαν-Γκασπάρ — (Jean Gaspard Debureau, Κολίν, Βοημία 1796 – Παρίσι 1846). Γάλλος μίμος. Γεννήθηκε από οικογένεια περιπλανώμενων σαλτιμπάγκων, που έφτασε στη Γαλλία κατά το 1811. Η καταγωγή του και τα πρώτα χρόνια της σταδιοδρομίας του δεν είναι γνωστά. Τις… … Dictionary of Greek
παλιάτσος — I Ο γελωτοποιός των ιπποδρομιών (τσίρκων). Ο όρος προέρχεται από την ιταλική λέξη pagliaccio. Μεταφορικά, Π. ονομάζεται και ο αδέξιος στους τρόπους ή γελοίος. Ο π. ανήκει στη χορεία των κωμικών του παλαιού λαϊκού θεάτρου της Νάπολης της Ιταλίας,… … Dictionary of Greek
Νέιχοφ, Μαρτίνους — (Martinus Nijhοff, Χάγη 1894 – 1953). Ολλανδός συγγραφέας. Σπούδασε νομικά στο Άμστερνταμ, αφιερώθηκε όμως πολύ γρήγορα στη λογοτεχνία. Στον πρώτο τόμο ποιημάτων του Ο περιπατητής (De Wandelaar, 1916), αναζήτησε μια πρωτότυπη ποιητική γλώσσα, από … Dictionary of Greek
Σένμπεργκ, Άρνολντ — (Schonberg). Αυστριακός συνθέτης και θεωρητικός εβραϊκής καταγωγής (Βιέννη 1874 Λος Άντζελες 1951). Σπούδασε βιολί και βιολοντσέλο και στη σύνθεση επωφελήθηκε (στην ουσία ο Σ. ήταν αυτοδίδακτος) από τη διδασκαλία του Αλεξάντερ φον Ζεμλίνσκι,… … Dictionary of Greek